- χαράγματα
- χάραγμαany mark engravedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βαλκαμόνικα — Κοιλάδα των ιταλικών Άλπεων, γνωστή για τις χιλιάδες εγχάρακτες απεικονίσεις, από την προϊστορική εποχή, που υπάρχουν στους βράχους των κλιτύων της. Ανάλογα με το ύψος τους, οι απεικονίσεις αυτές κατατάσσονται από τους ειδικούς σε διάφορες… … Dictionary of Greek
εγχάρακτο σχέδιο — Απλό, άμεσο και εύκολο σχέδιο, που χαράσσεται με αιχμηρό εργαλείο σε πέτρα, μέταλλο, πηλό ή κονίαμα. Πρωτοεμφανίστηκε στην παλαιολιθική εποχή στα χαράγματα των σπηλαίων, τα οποία οι πρωτόγονοι καλλιτέχνες γέμιζαν με μια λευκή ή ροδόχρωμη ύλη για… … Dictionary of Greek
ξηρογλυφία — (pointe seche). Τεχνική της χαρακτικής, που συνίσταται στην απευθείας χάραξη της μεταλλικής πλάκας με βελόνη από ατσάλι. Με τον τρόπο αυτό τα χαράγματα μπορούν να φτάσουν στο ίδιο βάθος, όπως τα χαράγματα με ακουαφόρτε, η ξ. όμως έχει το… … Dictionary of Greek
САМФОР и КОППАТИЙ — • Σαμφόρας и Κοππατίας, две весьма высоко ценившиеся конские породы, получившие название от выжженных на бедрах знаков букв Сан и Коппа. Arist. Nub. 23, 122. Были еще и другие подобные знаки пород (χαράγματα, καυστήρια клейма); так,… … Реальный словарь классических древностей
AENIGMA — in veterib. Gloss. Moneta, ut auctor est Iac. Gothofredus. At in Gloss. Isidori, est figura sive typus, scve species, nempe monetae. Certe ita usurpat eriam Prudentius in hymno S. Laurentii, v. 118. Is tantum non habet argenteorum anigmatum. Item … Hofmann J. Lexicon universale
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
επίκοπος — η, ο (AM ἐπίκοπος, ον) [επικόπτω] νεοελλ. κουρασμένος αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκοπον το επικόπανο* αρχ. 1. αυτός που κόπηκε 2. (για δέντρο) κλαδεμένος 3. (για χαράγματα σε νομίσματα) αυτός που χτυπήθηκε, τυπώθηκε δύο φορές (γιατί την πρώτη … Dictionary of Greek
επιγραμμή — ἐπιγραμμή, η (Α) [επιγράφω] στον πληθ. αἱ ἐπιγραμμαί τα χαράγματα … Dictionary of Greek